μοιρηγέτης

μοιρηγέτης
μοιρηγέτης, -εω, ὁ (Α)
ιων. τ. βλ. μοιραγέτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μοιραγέτης — και ιων. τ. μοιρηγέτης, εω, και δωρ. τ. μοιραγέτας, α, ὁ (Α) 1. (ως προσωνυμία κυρίως τού Διός ως αρχηγού τών Μοιρών) αυτός που οδηγεί το πεπρωμένο, την ειμαρμένη, τη μοίρα («ἔστι βωμός, ἐπίγραμμα δὲ ἐπ αύτῷ Μοιραγέτα», Παυσ.) 2. (για τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”